- πενταπλός
- -ή, -ό / πενταπλοῡς, -ῆ, -οῡν και -όος, -όα, -όον, ΝΑο πέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον ή κάτι άλλο, πενταπλάσιοςνεοελλ.1. αυτός που αποτελείται από πέντε όμοια μέρη2. αυτός που εμφανίζεται με πέντε μορφές ή επαναλαμβάνεται πέντε φορές («πενταπλό οπτικό είδωλο»)αρχ.1. ο πεντάπλοκος*2. φρ. «ἡ πενταπλόα κύλιξ» — αγγείο που περιείχε πέντε ειδών συστατικά, όπως κρασί, μέλι, τυρί αλεύρι και λάδι, και το οποίο δινόταν ως βραβείο σε εφήβους νικητές σε αγώνα δρόμου κατά την εορτή τών Σκίρων, τών Οσχοφορίων κ.ά.επίρρ...πενταπλώςμε πέντε τρόπους.[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα-* + -πλός*].
Dictionary of Greek. 2013.